θειόμετρο

θειόμετρο
το
(βιομ. τεχνολ.) όργανο που χρησιμοποιείται για τον αυτόματο προσδιορισμό τής περιεκτικότητας κάποιου προϊόντος σε θείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + μέτρο. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. sulfurimetre)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”